- αγαθοποιός
- ά , ο [ός , όν ] см. αγαθοεργός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγαθοποιός — ἀγαθοποιός, όν (Α) αγαθοεργός, ευεργετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + ποιὸς < ποιῶ] … Dictionary of Greek
αγαθοποιός, ο — αγαθοποιός, ός και ά, ό ο αγαθοεργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγαθοποιός — beneficent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοποιόν — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem acc sg ἀγαθοποιός beneficent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοποιοί — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοποιούς — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοποιά — ἀγαθοποιός beneficent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοποιέ — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοποιῷ — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
αγαθοποιία — ἀγαθοποιία, η (Α) [ἀγαθοποιός] αγαθοεργία, ευεργεσία … Dictionary of Greek